- λαρυγγοτομώ
- λαρυγγοτομῶ, -έω (Α)κόβω τον λάρυγγα κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, -υγγος + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
λαρυγγοτομία — η (Α λαρυγγοτομία) [λαρυγγοτομώ] νεοελλ. διάνοιξη τού λαρυγγικού τοιχώματος για θεραπευτικούς σκοπούς αρχ. η κοπή τού λάρυγγα … Dictionary of Greek